Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivoltàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivolˈtare]

1 πετώ ψηλά και ξαναπιάνω
2 αναποδογυρίζω ξανά
3 αναστρέφω ξανά
4 ανατρέπω ξανά
5 γυρίζω ανάποδα
6 αποστρέφομαι με αηδία
7 αναγυρίζω
8 γυρίζω στο μυαλό μου ξανά
9 γυροφέρνω ξανά
10 ανακατεύω
11 ξανακυλώ
12 ξαναγυρίζω

rivoltarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rivolˈtarsi]

1 γυρίζω
2 στριφογυρίζω
3 εξεγείρομαι
4 στρέφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivoltante rivoltata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivolgimento (ουσ αρσ )
rivolo (ουσ αρσ )
rivolta (θηλ.ουσ)
rivoltamento (ουσ αρσ )
rivoltante (επίθ.)
rivoltare (ρ. μτβ.)
rivoltarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltata (θηλ.ουσ)
rivoltato (επίθ.)
rivoltatura (θηλ.ουσ)
rivoltella (θηλ.ουσ)
rivoltellata (θηλ.ουσ)
rivoltolamento (ουσ αρσ )
rivoltolare (ρ. μτβ.)
rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltolio (ουσ αρσ )
rivoltolone (ουσ αρσ )
rivoltoso (ουσ αρσ )
rivoltoso (επίθ.)
rivoluzionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---