Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivoltóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rivolˈtoso], [rivolˈtozo]

1 επαναστάτης
2 στασιαστής
3 αντάρτης

rivoltóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rivolˈtoso], [rivolˈtozo]

1 ριζοσπαστικός
2 επαναστατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivoltolone rivoluzionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivoltolamento (ουσ αρσ )
rivoltolare (ρ. μτβ.)
rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltolio (ουσ αρσ )
rivoltolone (ουσ αρσ )
rivoltoso (ουσ αρσ )
rivoltoso (επίθ.)
rivoluzionare (ρ. μτβ.)
rivoluzionario (ουσ αρσ )
rivoluzionario (επίθ.)
rivoluzionarismo (ουσ αρσ )
rivoluzione (θηλ.ουσ)
rivulsione (θηλ.ουσ)
rivuotare (ρ. μτβ.)
rizobio (ουσ αρσ )
rizocarpico (επίθ.)
rizoide (ουσ αρσ )
rizoma (ουσ αρσ )
rizomatoso (επίθ.)
rizomorfo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---