Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivoltolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rivoltoˈlio]

1 κατρακύλα
2 κατρακύλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivoltolarsi rivoltolone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivoltella (θηλ.ουσ)
rivoltellata (θηλ.ουσ)
rivoltolamento (ουσ αρσ )
rivoltolare (ρ. μτβ.)
rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltolio (ουσ αρσ )
rivoltolone (ουσ αρσ )
rivoltoso (ουσ αρσ )
rivoltoso (επίθ.)
rivoluzionare (ρ. μτβ.)
rivoluzionario (ουσ αρσ )
rivoluzionario (επίθ.)
rivoluzionarismo (ουσ αρσ )
rivoluzione (θηλ.ουσ)
rivulsione (θηλ.ουσ)
rivuotare (ρ. μτβ.)
rizobio (ουσ αρσ )
rizocarpico (επίθ.)
rizoide (ουσ αρσ )
rizoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---