Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivulsióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rivulˈsjone] 1 μεταστροφή 2 αποστροφή 3 αλλαγή αισθημάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |