roàno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈano]
1 κόκκινο με βούλες τρίχωμα
2 κοκκινότριχο με βούλες ζώο
3 διάστικτο με βούλες ζώο
4 διάστικτο με βούλες τρίχωμα
roàno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈano]
1 παρδαλός
2 με βούλες (στο τρίχωμα)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [roˈano]
1 κόκκινο με βούλες τρίχωμα
2 κοκκινότριχο με βούλες ζώο
3 διάστικτο με βούλες ζώο
4 διάστικτο με βούλες τρίχωμα
roàno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [roˈano]
1 παρδαλός
2 με βούλες (στο τρίχωμα)
permalink
roano (ουσ αρσ )
roano (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android