Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόroàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roˈano] 1 κόκκινο με βούλες τρίχωμα 2 κοκκινότριχο με βούλες ζώο 3 διάστικτο με βούλες ζώο 4 διάστικτο με βούλες τρίχωμα roàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [roˈano] 1 παρδαλός 2 με βούλες (στο τρίχωμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |