Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


robot
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔbot], [roˈbɔt], [roˈbɔ], [roˈbo]

1 ρομπότ
2 μηχανισμός αυτόματος
3 αυτόματη μηχανή ή διάταξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  robone robotica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

robbia (θηλ.ουσ)
robinia (θηλ.ουσ)
robiola (θηλ.ουσ)
robivecchi (ουσ αρσ και θηλ.)
robone (ουσ αρσ )
robot (ουσ αρσ )
robotica (θηλ.ουσ)
robustamente (επίρ.)
robustezza (θηλ.ουσ)
robusto (επίθ.)
rocaggine (θηλ.ουσ)
rocambolesco (επίθ.)
rocca (θηλ.ουσ)
roccaforte (θηλ.ουσ)
roccata (θηλ.ουσ)
roccatura (θηλ.ουσ)
rocchettiera (θηλ.ουσ)
rocchetto (ουσ αρσ )
rocchio (ουσ αρσ )
roccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---