Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόròcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔkkjo] 1 κομμάτι 2 κούτσουρο 3 κορμός κολόνας 4 τμήμα 5 εξάρτημα 6 τεμάχιο 7 σπόνδυλος κολόνας 8 κορμός δέντρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |