Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ródere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrodere]

1 μασάω
2 κατατρώγω
3 δαγκώνω με μικρές μπουκιές
4 διαβρώνω
5 φθείρω
6 βασανίζω

rodersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈrodersi]

1 χαλώ
2 λιώνω
3 ανησυχώ
4 καταναλώνομαι
5 φθείρομαι
6 εξαντλούμαι
7 ενοχλούμαι
8 ξεφτίζω
9 παλιώνω
10 τρίβομαι
11 αγωνιώ
12 ανυπομονώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rodeo Rodesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rock and roll (ουσ αρσ )
roco (επίθ.)
rodaggio (ουσ αρσ )
rodare (ρ. μτβ.)
rodeo (ουσ αρσ )
rodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rodersi (ρ.μ. (αντων.))
Rodesia (κύρ.όν. θηλ.)
rodesiano (ουσ αρσ )
rodesiano (επίθ.)
Rodi (θηλ.ουσ)
rodilegno (ουσ αρσ )
rodimento (ουσ αρσ )
rodio (ουσ αρσ )
rodio (επίθ.)
rodiota (ουσ αρσ και θηλ.)
rodiota (επίθ.)
roditore (ουσ αρσ )
roditore (επίθ.)
rododendro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---