Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrodèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roˈdɛo] 1 επίδειξη τέχνης καουμπόηδων 2 αγώνες τέχνης καουμπόηδων 3 ροντέο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |