Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrodiòta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [roˈdjɔta] ροδίτης (κάτοικος της Ρόδου) rodiòta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [roˈdjɔta] ροδίτικος (της Ρόδου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |