ItalianoGreco


rodomónte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rodoˈmonte]

1 φανφαρόνος
2 παλικαράς
3 περιαυτολόγος
4 αλαζονικός καυχησιάρης
5 κομπαστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---