Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔdjo]

1 ανησυχία
2 εξέλκωση
3 βάσανο
4 αγωνία
5 στενοχώρια
6 ροκάνισμα
7 ρόδιο (χημικό στοιχείο Rh)
8 μάσημα σκληρής τροφής
9 εκδορά
10 διάβρωση

ròdio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔdjo]

ροδιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rodimento rodiota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rodesiano (ουσ αρσ )
rodesiano (επίθ.)
Rodi (θηλ.ουσ)
rodilegno (ουσ αρσ )
rodimento (ουσ αρσ )
rodio (ουσ αρσ )
rodio (επίθ.)
rodiota (ουσ αρσ και θηλ.)
rodiota (επίθ.)
roditore (ουσ αρσ )
roditore (επίθ.)
rododendro (ουσ αρσ )
rodomontata (θηλ.ουσ)
rodomonte (ουσ αρσ και θηλ.)
rodomontesco (επίθ.)
rodonite (θηλ.ουσ)
rogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rogare (ρ. μτβ.)
rogatario (ουσ αρσ )
rogatoria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---