rodiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rodiˈmento]
1 αγωνία
2 στενοχώρια
3 εξέλκωση
4 εκδορά
5 διάβρωση
6 μάσημα σκληρής τροφής
7 βάσανο
8 ροκάνισμα
9 ανησυχία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rodiˈmento]
1 αγωνία
2 στενοχώρια
3 εξέλκωση
4 εκδορά
5 διάβρωση
6 μάσημα σκληρής τροφής
7 βάσανο
8 ροκάνισμα
9 ανησυχία
permalink
rodimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android