ItalianoGreco


rodàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈdadʤo]

το ροντάρισμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο essere in rodaggio = auto στρώνω το αυτοκίνητο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---