Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rodàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈdadʤo]

το ροντάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  roco rodare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο essere in rodaggio = auto στρώνω το αυτοκίνητο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

roccioso (επίθ.)
rocco (ουσ αρσ )
roccocò (αρσ. επίθ και ουσ)
rock and roll (ουσ αρσ )
roco (επίθ.)
rodaggio (ουσ αρσ )
rodare (ρ. μτβ.)
rodeo (ουσ αρσ )
rodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rodersi (ρ.μ. (αντων.))
Rodesia (κύρ.όν. θηλ.)
rodesiano (ουσ αρσ )
rodesiano (επίθ.)
Rodi (θηλ.ουσ)
rodilegno (ουσ αρσ )
rodimento (ουσ αρσ )
rodio (ουσ αρσ )
rodio (επίθ.)
rodiota (ουσ αρσ και θηλ.)
rodiota (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---