Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔtʧa]

1 ο βράχος
2 sport η ορειβασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rocchio rocciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

roccata (θηλ.ουσ)
roccatura (θηλ.ουσ)
rocchettiera (θηλ.ουσ)
rocchetto (ουσ αρσ )
rocchio (ουσ αρσ )
roccia (θηλ.ουσ)
rocciatore (ουσ αρσ )
roccioso (επίθ.)
rocco (ουσ αρσ )
roccocò (αρσ. επίθ και ουσ)
rock and roll (ουσ αρσ )
roco (επίθ.)
rodaggio (ουσ αρσ )
rodare (ρ. μτβ.)
rodeo (ουσ αρσ )
rodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rodersi (ρ.μ. (αντων.))
Rodesia (κύρ.όν. θηλ.)
rodesiano (ουσ αρσ )
rodesiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---