Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrobivècchi
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rɔbiˈvɛkki] 1 παλαιοπώλης 2 πλανόδιος αγοραστής παλιών αντικειμένων 3 παλιατζής 4 λαὶκός παλαιοπώλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |