Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


robustézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [robusˈtettsa]

1 ικμάδα
2 ισχύς
3 ενεργητικότητα
4 ζωτικότητα
5 σθένος
6 σφρίγος
7 ορμητικότητα
8 ρώμη
9 θαλερότητα
10 ρωμαλεότητα
11 δύναμη
12 ευρωστία
13 ανθηρότητα
14 δυναμισμός
15 ακμαιότητα
16 ακμή
17 αποφασιστικότητα
18 ανθεκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  robustamente robusto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

robivecchi (ουσ αρσ και θηλ.)
robone (ουσ αρσ )
robot (ουσ αρσ )
robotica (θηλ.ουσ)
robustamente (επίρ.)
robustezza (θηλ.ουσ)
robusto (επίθ.)
rocaggine (θηλ.ουσ)
rocambolesco (επίθ.)
rocca (θηλ.ουσ)
roccaforte (θηλ.ουσ)
roccata (θηλ.ουσ)
roccatura (θηλ.ουσ)
rocchettiera (θηλ.ουσ)
rocchetto (ουσ αρσ )
rocchio (ουσ αρσ )
roccia (θηλ.ουσ)
rocciatore (ουσ αρσ )
roccioso (επίθ.)
rocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---