Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόròcca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔkka] 1 φυσικό οχυρό 2 ακρόπολη 3 ηλακάτη 4 ρόκα 5 κάστρο 6 φρούριο 7 οχυρό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |