Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rizopòdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riddzoˈpɔdjo]

ριζοπόδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rizomorfo rizza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rizocarpico (επίθ.)
rizoide (ουσ αρσ )
rizoma (ουσ αρσ )
rizomatoso (επίθ.)
rizomorfo (επίθ.)
rizopodio (ουσ αρσ )
rizza (θηλ.ουσ)
rizzare (ρ. μτβ.)
rizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
(ουσ αρσ και θηλ.)
roano (ουσ αρσ )
roano (επίθ.)
roast beef (ουσ αρσ )
roba (θηλ.ουσ)
robaccia (θηλ.ουσ)
robbia (θηλ.ουσ)
robinia (θηλ.ουσ)
robiola (θηλ.ουσ)
robivecchi (ουσ αρσ και θηλ.)
robone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---