Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ritˈtsare]

1 ανεγείρω
2 υψώνω
3 ιδρύω
4 ανορθώνω
5 ανυψώνω
6 δένω με αλυσίδα
7 δένω με σκοινί
8 σηκώνω
9 δένω με λουρίδα
10 κατασκευάζω
11 κτίζω

rizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ritˈtsarsi]

σηκώνομαι όρθιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rizza rò  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rizoma (ουσ αρσ )
rizomatoso (επίθ.)
rizomorfo (επίθ.)
rizopodio (ουσ αρσ )
rizza (θηλ.ουσ)
rizzare (ρ. μτβ.)
rizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
(ουσ αρσ και θηλ.)
roano (ουσ αρσ )
roano (επίθ.)
roast beef (ουσ αρσ )
roba (θηλ.ουσ)
robaccia (θηλ.ουσ)
robbia (θηλ.ουσ)
robinia (θηλ.ουσ)
robiola (θηλ.ουσ)
robivecchi (ουσ αρσ και θηλ.)
robone (ουσ αρσ )
robot (ουσ αρσ )
robotica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---