Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivoluzionàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rivoluttsjoˈnarjo] 1 παρτιζάνος 2 ριζοσπάστης 3 επαναστάτης 4 αντάρτης rivoluzionàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rivoluttsjoˈnarjo] επαναστατικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |