Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivoltolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rivoltoˈlone]

1 κυβίστημα
2 τούμπα
3 κωλοτούμπα
4 κουτρουβάλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivoltolio rivoltoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivoltellata (θηλ.ουσ)
rivoltolamento (ουσ αρσ )
rivoltolare (ρ. μτβ.)
rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltolio (ουσ αρσ )
rivoltolone (ουσ αρσ )
rivoltoso (ουσ αρσ )
rivoltoso (επίθ.)
rivoluzionare (ρ. μτβ.)
rivoluzionario (ουσ αρσ )
rivoluzionario (επίθ.)
rivoluzionarismo (ουσ αρσ )
rivoluzione (θηλ.ουσ)
rivulsione (θηλ.ουσ)
rivuotare (ρ. μτβ.)
rizobio (ουσ αρσ )
rizocarpico (επίθ.)
rizoide (ουσ αρσ )
rizoma (ουσ αρσ )
rizomatoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---