Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivòlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈvɔlta]

η ανταρσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivolo rivoltamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivolere (ρ. μτβ.)
rivolgere (ρ. μτβ.)
rivolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rivolgimento (ουσ αρσ )
rivolo (ουσ αρσ )
rivolta (θηλ.ουσ)
rivoltamento (ουσ αρσ )
rivoltante (επίθ.)
rivoltare (ρ. μτβ.)
rivoltarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltata (θηλ.ουσ)
rivoltato (επίθ.)
rivoltatura (θηλ.ουσ)
rivoltella (θηλ.ουσ)
rivoltellata (θηλ.ουσ)
rivoltolamento (ουσ αρσ )
rivoltolare (ρ. μτβ.)
rivoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltolio (ουσ αρσ )
rivoltolone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---