Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivestitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rivestiˈtura] 1 επένδυση 2 επικάλυψη 3 κάλυψη 4 κάλυμμα 5 φοδράρισμα 6 εσωτερική επικάλυψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |