Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivèrso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈvɛrso]

1 ύπτιος
2 ανάσκελα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riversarsi rivestimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riverniciare (ρ. μτβ.)
riverniciatura (θηλ.ουσ)
riversamento (ουσ αρσ )
riversare (ρ. μτβ.)
riversarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverso (αρσ. επίθ και ουσ)
rivestimento (ουσ αρσ )
rivestire (ρ. μτβ.)
rivestito (επίθ.)
rivestitura (θηλ.ουσ)
rivettare (ρ. μτβ.)
rivetto (ουσ αρσ )
riviera (θηλ.ουσ)
rivierasco (επίθ.)
rivincere (ρ. μτβ.)
rivincita (θηλ.ουσ)
rivisitare (ρ. μτβ.)
rivista (θηλ.ουσ)
rivistaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
rivivere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---