Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riverìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riveˈrito]

1 γεραρός
2 ιερός
3 σεπτός
4 σεβάσμιος
5 σεβαστός
6 τιμημένος
7 αξιοσέβαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riverire riverniciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riverente (επίθ.)
riverentemente (επίρ.)
riverenza (θηλ.ουσ)
riverenziale (επίθ.)
riverire (ρ. μτβ.)
riverito (επίθ.)
riverniciare (ρ. μτβ.)
riverniciatura (θηλ.ουσ)
riversamento (ουσ αρσ )
riversare (ρ. μτβ.)
riversarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverso (αρσ. επίθ και ουσ)
rivestimento (ουσ αρσ )
rivestire (ρ. μτβ.)
rivestito (επίθ.)
rivestitura (θηλ.ουσ)
rivettare (ρ. μτβ.)
rivetto (ουσ αρσ )
riviera (θηλ.ουσ)
rivierasco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---