Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riverberaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riverberaˈmento]

1 επίπτωση
2 αντήχηση
3 απόηχος
4 αντίκτυπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivenire riverberare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivendicazionismo (ουσ αρσ )
rivendita (θηλ.ουσ)
rivenditore (ουσ αρσ )
rivendugliolo (ουσ αρσ )
rivenire (ρ.αμτβ.)
riverberamento (ουσ αρσ )
riverberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riverberarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverberazione (θηλ.ουσ)
riverbero (ουσ αρσ )
riverente (επίθ.)
riverentemente (επίρ.)
riverenza (θηλ.ουσ)
riverenziale (επίθ.)
riverire (ρ. μτβ.)
riverito (επίθ.)
riverniciare (ρ. μτβ.)
riverniciatura (θηλ.ουσ)
riversamento (ουσ αρσ )
riversare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---