Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivéndita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riˈvendita] 1 μεταπώληση 2 μεταπούλημα 3 μαγαζί λιανικής πώλησης 4 νέα πώληση στον ίδιο αγοραστή 5 ξαναπούλημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |