Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivendicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivendiˈkare]

1 δικαιολογώ
2 διατηρώ δικαίωμα
3 αποδεικνύω το δίκιο
4 υπερασπίζω
5 προασπίζω
6 δικαιώνω
7 αντιμετωπίζω επιτυχώς κατηγορία
8 ανασκευάζω κατηγορίες
9 διεκδικώ
10 αποδεικνύω την αλήθεια
11 αποδεικνύω την αθωότητα
12 αποδεικνύω βασιμότητα

rivendicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rivendiˈkarsi]

1 αποδεικνύω την αθωότητά μου
2 εκδικούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivendicabile rivendicativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)
rivendicabile (επίθ.)
rivendicare (ρ. μτβ.)
rivendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivendicativo (επίθ.)
rivendicatore (ουσ αρσ )
rivendicatore (επίθ.)
rivendicazione (θηλ.ουσ)
rivendicazionismo (ουσ αρσ )
rivendita (θηλ.ουσ)
rivenditore (ουσ αρσ )
rivendugliolo (ουσ αρσ )
rivenire (ρ.αμτβ.)
riverberamento (ουσ αρσ )
riverberare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riverberarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverberazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---