Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivelàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riveˈlare]

ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω

rivelarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riveˈlarsi]

1 αποδεικνύομαι
2 φανερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivelabile rivelatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)
rivendicabile (επίθ.)
rivendicare (ρ. μτβ.)
rivendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivendicativo (επίθ.)
rivendicatore (ουσ αρσ )
rivendicatore (επίθ.)
rivendicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---