Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivedìbile
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riveˈdibile]

1 προσωρινά ακατάλληλος για υπηρεσία (στο στρατό)
2 υποκείμενος σε διόρθωση
3 αναθεωρήσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivedersi rivedibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)
rivendicabile (επίθ.)
rivendicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---