Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivalutàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivaluˈtare]

1 κάνω νέα εκτίμηση
2 εκτιμώ (αξία) ξανά
3 ανατιμώ την αξία (νομίσματος)
4 αυξάνω την αξία (νομίσματος)
5 αποτιμώ αξία προς τα πάνω
6 ανατιμώ
7 αποτιμώ ξανά
8 αυξάνω ανατιμητικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivalsa rivalutazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivale (επίθ.)
rivaleggiare (ρ.αμτβ.)
rivalersi (ρ. μ. αμτβ.)
rivalità (θηλ.ουσ)
rivalsa (θηλ.ουσ)
rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---