Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivaleggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rivaledˈʤare]

1 μονομαχώ
2 διαμάχομαι
3 αντρανίζω
4 παραβγαίνω
5 συνερίζομαι
6 συναγωνίζομαι
7 πολεμώ
8 αντιβγαίνω
9 αμιλλώμαι
10 ανταγωνίζομαι
11 αντιμετριέμαι
12 αντιπαλεύω
13 αντιμάχομαι
14 αντιμετρούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivale rivalersi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riva (θηλ.ουσ)
rivaccinare (ρ. μτβ.)
rivaccinazione (θηλ.ουσ)
rivale (ουσ αρσ και θηλ.)
rivale (επίθ.)
rivaleggiare (ρ.αμτβ.)
rivalersi (ρ. μ. αμτβ.)
rivalità (θηλ.ουσ)
rivalsa (θηλ.ουσ)
rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---