ItalianoGreco


rivàlsa
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈvalsa]

1 ξεδικιωμός
2 γδικιωμός
3 ανταγωγή
4 κάλυψη ζημιάς
5 βεντέτα
6 επανόρθωση
7 εκδίκηση
8 ανταπόδοση κακού
9 αντεκδίκηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---