Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈvale]

ο αντίπαλος

rivàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈvale]

αντίπαλος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivaccinazione rivaleggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riutilizzare (ρ. μτβ.)
riutilizzazione (θηλ.ουσ)
riva (θηλ.ουσ)
rivaccinare (ρ. μτβ.)
rivaccinazione (θηλ.ουσ)
rivale (ουσ αρσ και θηλ.)
rivale (επίθ.)
rivaleggiare (ρ.αμτβ.)
rivalersi (ρ. μ. αμτβ.)
rivalità (θηλ.ουσ)
rivalsa (θηλ.ουσ)
rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---