ItalianoGreco


riunìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riuˈnito]

1 συνεταιρικός
2 ο της νόμιμης εταιρείας
3 ενωμένος ξανά
4 μονιασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---