Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riudìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riuˈdire]

ξανακούω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riturare riungere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritualizzazione (θηλ.ουσ)
ritualmente (επίρ.)
rituffare (ρ. μτβ.)
rituffarsi (ρ.μ. (αντων.))
riturare (ρ. μτβ.)
riudire (ρ. μτβ.)
riungere (ρ. μτβ.)
riungersi (ρ.μ. (αντων.))
riunione (θηλ.ουσ)
riunire (ρ. μτβ.)
riunirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riunito (αρσ. επίθ και ουσ)
riunto (επίθ.)
riusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riuscire (ρ. μτβ.)
riuscita (θηλ.ουσ)
riuscito (επίθ.)
riutilizzabile (επίθ.)
riutilizzare (ρ. μτβ.)
riutilizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---