ItalianoGreco


ritualìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rituaˈlizmo]

1 αλεξανδρινισμός
2 προσκόλληση σε τελετουργίες
3 τυπολατρία
4 τυποκρατία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---