Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritualìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rituaˈlistiko]

1 μυσταγωγικός
2 τυπολατρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritualista ritualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritto (επίθ.)
rituale (ουσ αρσ )
rituale (επίθ.)
ritualismo (ουσ αρσ )
ritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ritualistico (επίθ.)
ritualità (θηλ.ουσ)
ritualizzare (ρ. μτβ.)
ritualizzazione (θηλ.ουσ)
ritualmente (επίρ.)
rituffare (ρ. μτβ.)
rituffarsi (ρ.μ. (αντων.))
riturare (ρ. μτβ.)
riudire (ρ. μτβ.)
riungere (ρ. μτβ.)
riungersi (ρ.μ. (αντων.))
riunione (θηλ.ουσ)
riunire (ρ. μτβ.)
riunirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riunito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---