Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritoccatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ritokkaˈtura]

1 διόρθωση
2 αναπροσαρμογή
3 διασκευή
4 επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας
5 ρετούς
6 ρετουσάρισμα
7 επεξεργασία
8 αναθεώρηση
9 βελτιωμένη έκδοση
10 φινίρισμα
11 τελικό φινίρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritoccatore ritocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritmomelodico (επίθ.)
rito (ουσ αρσ )
ritoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritoccata (θηλ.ουσ)
ritoccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritoccatura (θηλ.ουσ)
ritocco (ουσ αρσ )
ritogliere (ρ. μτβ.)
ritorcere (ρ. μτβ.)
ritorcitoio (ουσ αρσ )
ritorcitore (ουσ αρσ )
ritorcitura (θηλ.ουσ)
ritornare (ρ.αμτβ.)
ritornare (ρ. μτβ.)
ritornello (ουσ αρσ )
ritorno (ουσ αρσ )
ritorsione (θηλ.ουσ)
ritorta (θηλ.ουσ)
ritorto (ουσ αρσ )
ritorto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---