Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritògliere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtɔʎʎere]

1 αφαιρώ ξανά
2 μειώνω ξανά
3 παρακρατώ ξανά
4 αποσπώ ξανά
5 ξαναπαίρνω
6 παίρνω πίσω
7 ξαναβγάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritocco ritorcere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritoccata (θηλ.ουσ)
ritoccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritoccatura (θηλ.ουσ)
ritocco (ουσ αρσ )
ritogliere (ρ. μτβ.)
ritorcere (ρ. μτβ.)
ritorcitoio (ουσ αρσ )
ritorcitore (ουσ αρσ )
ritorcitura (θηλ.ουσ)
ritornare (ρ.αμτβ.)
ritornare (ρ. μτβ.)
ritornello (ουσ αρσ )
ritorno (ουσ αρσ )
ritorsione (θηλ.ουσ)
ritorta (θηλ.ουσ)
ritorto (ουσ αρσ )
ritorto (επίθ.)
ritosare (ρ. μτβ.)
ritradurre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---