Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritenùto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [riteˈnuto] 1 προσεχτικός 2 συγκρατημένος 3 επιφυλακτικός 4 εφεκτικός 5 κουμπωμένος 6 συμμαζεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |