Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritenùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riteˈnuto]

1 προσεχτικός
2 συγκρατημένος
3 επιφυλακτικός
4 εφεκτικός
5 κουμπωμένος
6 συμμαζεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritenutezza ritenzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritentiva (θηλ.ουσ)
ritentività (θηλ.ουσ)
ritentivo (επίθ.)
ritenuta (θηλ.ουσ)
ritenutezza (θηλ.ουσ)
ritenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
ritenzione (θηλ.ουσ)
ritessere (ρ. μτβ.)
ritessitura (θηλ.ουσ)
ritingere (ρ. μτβ.)
ritintura (θηλ.ουσ)
ritirare (ρ. μτβ.)
ritirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ritirata (θηλ.ουσ)
ritiratezza (θηλ.ουσ)
ritirato (αρσ. επίθ και ουσ)
ritiro (ουσ αρσ )
ritmare (ρ. μτβ.)
ritmica (θηλ.ουσ)
ritmicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---