Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritempràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ritemˈprare] 1 τονώνω 2 ενισχύω 3 βάφω ξανά ατσάλι 4 ενδυναμώνω 5 αναζωογονώ ritemprarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ritemˈprarsi] 1 αναρρώνω 2 ισχυροποιούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |