Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈtardo] η αργοπορία, η καθυστέρηση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere in ritardo = είμαι αργοπρημένος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |