Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtardo]

η αργοπορία, η καθυστέρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritardatore ritegno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in ritardo = είμαι αργοπρημένος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)
ritardatore (ουσ αρσ )
ritardatore (επίθ.)
ritardo (ουσ αρσ )
ritegno (ουσ αρσ )
ritemprare (ρ. μτβ.)
ritemprarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritenere (ρ. μτβ.)
ritenersi (ρ.μ. (αντων.))
ritenimento (ουσ αρσ )
ritentare (ρ. μτβ.)
ritentiva (θηλ.ουσ)
ritentività (θηλ.ουσ)
ritentivo (επίθ.)
ritenuta (θηλ.ουσ)
ritenutezza (θηλ.ουσ)
ritenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
ritenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---