Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritenére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riteˈnere]

υποθέτω, θεωρώ

ritenersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riteˈnersi]

1 συγκρατούμαι
2 θεωρούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritemprarsi ritenimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritardatore (επίθ.)
ritardo (ουσ αρσ )
ritegno (ουσ αρσ )
ritemprare (ρ. μτβ.)
ritemprarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritenere (ρ. μτβ.)
ritenersi (ρ.μ. (αντων.))
ritenimento (ουσ αρσ )
ritentare (ρ. μτβ.)
ritentiva (θηλ.ουσ)
ritentività (θηλ.ουσ)
ritentivo (επίθ.)
ritenuta (θηλ.ουσ)
ritenutezza (θηλ.ουσ)
ritenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
ritenzione (θηλ.ουσ)
ritessere (ρ. μτβ.)
ritessitura (θηλ.ουσ)
ritingere (ρ. μτβ.)
ritintura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---