Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritardàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ritarˈdare]

1 υπολείπομαι
2 χρονοτριβώ
3 αργώ
4 αργοπορώ
5 υστερώ
6 βραδυπορώ
7 χρονίζω

ritardàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ritarˈdare]

1 καθυστερώ
2 επιβραδύνω
3 αργώ
4 υπερχρονίζω
5 αναβάλλω
6 τρενάρω
7 αποσοβώ
8 βραδύνω
9 παρελκύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritardante ritardatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)
ritardatore (ουσ αρσ )
ritardatore (επίθ.)
ritardo (ουσ αρσ )
ritegno (ουσ αρσ )
ritemprare (ρ. μτβ.)
ritemprarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritenere (ρ. μτβ.)
ritenersi (ρ.μ. (αντων.))
ritenimento (ουσ αρσ )
ritentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---