Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtaʎʎo]

1 ότι έχει απομείνει
2 αποδιαλέγια
3 υπόλοιπα υφάσματος από τόπι
4 αποδιαλεγούδια
5 ρετάλι
6 σκάρτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritagliatore ritardabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risveglio (ουσ αρσ )
risvoltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risvolto (ουσ αρσ )
ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)
ritardatore (ουσ αρσ )
ritardatore (επίθ.)
ritardo (ουσ αρσ )
ritegno (ουσ αρσ )
ritemprare (ρ. μτβ.)
ritemprarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritenere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---