Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risvegliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rizveʎˈʎare]

1 ξυπνώ ξανά
2 αφυπνίζω
3 ξεσηκώνω
4 συνεγείρω
5 ξυπνώ
6 εξεγείρω
7 σηκώνω

risvegliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rizveʎˈʎarsi]

1 εγείρομαι
2 ξυπνώ
3 σηκώνομαι
4 αφυπνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risuscitare risveglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risultato (ουσ αρσ )
risurrezione (θηλ.ουσ)
risuscitamento (ουσ αρσ )
risuscitare (ρ.αμτβ.)
risuscitare (ρ. μτβ.)
risvegliare (ρ. μτβ.)
risvegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
risveglio (ουσ αρσ )
risvoltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risvolto (ουσ αρσ )
ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---