Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risuscitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risuʃʃiˈtare]

1 συνέρχομαι
2 αναλαμβάνω δυνάμεις
3 γίνομαι καλά
4 γυρίζω στη ζωή
5 ανασταίνομαι
6 νεκρανασταίνομαι
7 ανίσταμαι

risuscitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risuʃʃiˈtato]

1 αναρριπίζω
2 αναστηλώνω
3 ανανεώνω
4 αναπτερώνω
5 ζωηρεύω
6 τονώνω
7 αναψύχω
8 δίνω νέα ζωή
9 ζωογονώ
10 νεκρανασταίνω
11 αναζωογονώ
12 ανασταίνω
13 αναγεννώ
14 αναζωπυρώνω
15 ξαναζωντανεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risuscitamento risvegliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risultanza (θηλ.ουσ)
risultare (ρ.αμτβ.)
risultato (ουσ αρσ )
risurrezione (θηλ.ουσ)
risuscitamento (ουσ αρσ )
risuscitare (ρ.αμτβ.)
risuscitare (ρ. μτβ.)
risvegliare (ρ. μτβ.)
risvegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
risveglio (ουσ αρσ )
risvoltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risvolto (ουσ αρσ )
ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---