Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risurrezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [risurretˈtsjone]

1 νεκρανάσταση
2 παλιγγενεσία
3 αναδημιουργία
4 αποκατάσταση
5 αρχή νέας ζωής
6 αναβάπτιση
7 αναβίωση
8 αναγέννηση
9 ανάσταση
10 ξανάνιωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risultato risuscitamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risultante (θηλ.ουσ)
risultante (επίθ.)
risultanza (θηλ.ουσ)
risultare (ρ.αμτβ.)
risultato (ουσ αρσ )
risurrezione (θηλ.ουσ)
risuscitamento (ουσ αρσ )
risuscitare (ρ.αμτβ.)
risuscitare (ρ. μτβ.)
risvegliare (ρ. μτβ.)
risvegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
risveglio (ουσ αρσ )
risvoltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risvolto (ουσ αρσ )
ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---